νταγλαράς

νταγλαράς
ο
(με ειρωνική σημ.) άνθρωπος πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dağli «αυτός που ζει στο βουνό» < dağ «βουνό» + κατάλ. -αράς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νταγλαράς — ο ο πολύ ψηλός, αλλά άχαρος, αλλ. κρεμανταλάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταβλαμπάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.) 1. κληρικός (παπάς ή καλόγερος) μεγαλόσωμος και χοντρός (πρβλ. νταγλαράς). 2. ράθυμος, τεμπέλης, αμελής: Το πρωί όταν ξυπνάει είναι ταβλαμπάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”